- κατοικίδιος
- -α, -ο (ΑΜ κατοικίδιος, -ον, Α ποιητ. θηλ. κατοικάς, Μ θηλ. και -α)(για ζώα) αυτός που διαμένει στο σπίτι, αυτός που ζει κοντά στον άνθρωπο (α. «η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο» β. «κατοικίδιαι ὄρνεις», Γεωπ.)αρχ.1. (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται στο σπίτι2. αυτός που γίνεται στο σπίτι («κατοικίδιοι κατατάσιες», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατ' οἶκον].
Dictionary of Greek. 2013.